καριόλα

καριόλα
και καργιόλα η (Μ καριόλα και καριόγλα)
κρεβάτι
νεοελλ.
(υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας) πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carriola].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καριόλα — η (λ. ιταλ.) 1. ξύλινο κρεβάτι. 2. μτφ., γυναίκα πρόστυχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καργιόλα — (I) και καρ(ρ)ιόλα η μικρό δίτροχο καρότσι. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. carriole, «δίτροχο αμάξι»]. (II) η βλ. καριόλα …   Dictionary of Greek

  • καριόλης — ο (υβριστικός χαρακτηρισμός άνδρα) άτιμος, παλιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καριόλα με μεταβολή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”